οξυμετρία

οξυμετρία
η
χημ. τεχνική ογκομετρικής χημικής ανάλυσης που επιτρέπει την τιτλοδότηση, δηλαδή τον ποσοτικό προσδιορισμό τών οξέων που περιέχονται σε ένα διάλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + -μετρία*. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. acidimetrie και μαρτυρείται από το 1893 στον Αν. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυμετρικός — ή, ό [οξυμετρία] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξυμετρία …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”